Maserati Shamal: Χαμένη στη λίστα των Biturbo

Ανάμεσα στις αμέτρητες παραλλαγές των Biturbo, η Shamal ξεχωρίζει σαν η τελευταία V8 Maserati, πριν την Fiat εποχή. Για χρόνια όμως ήταν και ξεχασμένη και παραγνωρισμένη.

  • -
  • -

Θα το παραδεχτούμε, ποτέ δεν πιστεύαμε ότι η Biturbo της Maserati ήταν ένα τόσο καλό και πάνω από όλα ολοκληρωμένο αυτοκίνητο, μέχρι που το οδηγήσαμε. Με ευχάριστη έκπληξη ανακαλύψαμε ότι τα είχε όλα με αποτέλεσμα να περάσει στη τιμητική λίστα των παρεξηγημένων αυτοκινήτων. Γιατί στη Biturbo με έκπληξη ανακαλύψαμε ότι και το πλαίσιο και οι αναρτήσεις «δούλευαν» και μπορούσαν να αντέξουν τους ίππους του διπλά υπερσυμπιεζόμενου κινητήρα. Η τελευταία Shamal ήταν η απόδειξη.

 

Στην κορυφή

Όλα άρχισαν με τον Alejandro de Tomaso, γεννημένος στην Αργεντινή αν και ιταλικής καταγωγής που αφού δοκίμασε τη τύχη του στις πίστες, αναδείχτηκε σαν ένα από τους κορυφαίους «industrialist» της ανερχόμενης Ιταλίας, πριν καταλήξει στα… τάρταρα.

Αγόρασε τη Maserati το 1975, για… μια λίρα (ιταλίας) υπό τις ευλογίες τις ιταλικής κυβέρνησης και με προίκα κρατική χρηματοδότηση προσπάθησε να την αναστήσει μετά την περιπέτεια που είχε στα χέρια της Citroen. Όσο για τους Γάλλους, αυτοί είχαν κάνει φιλότιμες προσπάθειες να την κρατήσουν στη ζωή και η Khamsin coupe κάθε άλλο παρά για πέταμα ήταν, όμως ακολούθησαν τα μέχρι τότε βήματα της Maserati και ποτέ δεν έβγαλαν χρήματα. Το αντίθετο συνέβη και την επέστρεψαν ανακουφισμένοι!

Σε τελείως διαφορετικό μήκος κύματος ο Alejandro προσπάθησε να μεταλλάξει τη Maserati από ένα elite κατασκευαστή περιορισμένης παραγωγής σε ένα μεσαίο εργοστάσιο που θα απευθύνονταν πλέον στη νέα μεγαλο-μεσαία ιταλική τάξη και τον ιταλό entrepreneur. Πίστευε ότι το μέλλον για τη Maserati ήταν πιο κοντά στη σειρά 3 της BMW και λιγότερο στη Ferrari. Πίστευε ότι μια αναβαθμισμένη, πιο γρήγορη με ιταλικό σχεδιασμό και πλουσιότερη σε εξοπλισμό «τριάρα» είχε όχι μόνο λόγο ύπαρξης, αλλά εν δυνάμει θα μπορούσε να ήταν και μια εμπορική επιτυχία, αν οι πωλήσεις ήταν αρκετές. Άλλωστε διέθετε πάνω από όλα ένα πολύ δυνατό όνομα, αυτό της Maserati.

Όποιοι και αν ήταν πάντως οι αρχικοί σχεδιασμοί το αυτοκίνητο που παρουσιάστηκε τον Δεκέμβριο του 1981 ήταν ένα μάλλον συντηρητικό τριών όγκων (με τέσσερις θέσεις και δύο πόρτες) σχεδιαστικά αυτοκίνητα με αξιοπρόσεκτα όμως μηχανικά μέρη που έκαναν τη διαφορά, αν και ο κινητήρας εμπρός με τη κίνηση πίσω ήταν ότι πιο κλασικό.

Η σχεδίαση έγινε από τον Pierangelo Andreani, ο οποίος ήταν υπεύθυνος και για τις Benelli και Moto Guzzi που ανήκαν στον όμιλο του de Tomaso και οι γραμμές ακολουθούσαν αυτές της BMW 320, ενώ και η τιμή που ανακοινώθηκε αρχικά δεν απείχε και αυτή πολύ από αυτή των γερμανών.

Η Maserati όμως διέθετε αρκετά στοιχεία που την ξεχώριζε από τις γερμανικές προτάσεις. Πρώτα από όλα η ποιότητα του εσωτερικού που ήταν επενδεδυμένο με ξύλο δέρμα και σουέτ. Μηχανικά τέλος διέθετε έναν μοντέρνο V6 με εκκεντροφόρο επικεφαλής και δύο υπερσυμπιεστές, ένα για κάθε τρείς κυλίνδρους. Έτσι η ονομασία του σαν «Biturbo» θα πρέπει να ήταν μια εύκολη επιλογή.

Αρχικά οι πωλήσεις ήταν πολύ αξιοπρεπής, ειδικά στην εγχώρια αγορά όπου υπήρχε έκδοση δύο λίτρων, ώστε να εκμεταλλεύεται την ιταλική φορολογική κλίμακα, ενώ οι υπόλοιπες αγορές έλαβαν έκδοση 2,5 λίτρων. Ειδικά μάλιστα η πολύ σημαντική αγορά των Η.Π.Α. ανταποκρίθηκε πολύ καλά με υψηλή ζήτηση.

Όμως τότε ακριβώς ήταν που χτύπησαν τα δύο βασικότερα προβλήματα της ιταλικής (γενικότερα) αυτοκινητοβιομηχανίας. Το πρώτο ήταν η ελλιπής εξέλιξη πριν τη παραγωγή. Εδώ το πρόβλημα ήταν η χρήση καρμπυρατέρ της Weber που δεν ήθελε να λειτουργήσει με υπερσυμπιεστή. Το δεύτερο ήταν η πάντα κακή ποιότητα συναρμολόγησης.

Παρά αυτά τα προβλήματα όμως η «δομημένη λογική» του αυτοκινήτου δεν το άφησε να πεθάνει και αντίθετα συνέχισε να εξελίσσετε. Αν και τελικά δεν αναδείχτηκε σαν ο μεγάλος αντίπαλος της σειράς 3, η βασική αρχιτεκτονική συνολικά έλαβε περισσότερες από πενήντα (!) μεταλλάξεις και μεταμορφώσεις και παρέμεινε στη ζωή. Απέκτησε τέσσερις πόρτες και convertible έκδοση με το μεταξόνιο να μακραίνει και να μικραίνει ανάλογα με την περίσταση, ενώ οι κινητήρες μεγάλωσαν και μέχρι τα 2,8 λίτρα και στη διαδρομή απέκτησαν τετραβάλβιδους θαλάμους καύσης, μαζί με intercooler και φυσικά ψεκασμό, μαζί με δεκάδες ονομασίες που κανείς πλέον δεν θυμάται.

 

Shamal

Το όνομα πάντως που μας ενδιαφέρει εδώ, είναι αυτό της Shamal που ως συνήθως προέρχεται από κάποιο άνεμο, όπως τα Mistral, Bora, Karif και Khamsin, για να αναφέρουμε μόνο μερικά.

Όμως η Shamal ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα Biturbo και αυτό γιατί ενώ παρουσιάστηκε το 1989 απευθύνεται πέρα από τους αγοραστές της σειράς 3, χάρη στον αναβαθμισμένο κινητήρα, που μας θυμίζει τις παλιές εποχές της Maserati και μας πάει πίσω στην αγωνιστική 450S και στη Ghibli. Και αυτό γιατί ο κινητήρας είναι τώρα ένας V8 με περιεχόμενη γωνία 90 μοιρών και τέσσερις επικεφαλής εκκεντροφόρους συνολικά. Αντίθετα μάλιστα με τον V6  κινητήρα των υπολοίπων Biturbo, που είχε τις καταβολές του στον V6 της Citroen-Maserati, ο V8 δεν είχε κανένα κοινό στοιχείο με αυτόν, εκτός ίσως από κάποια περιφερειακά υποσυστήματα. Με 32 βαλβίδες, στα 3,2 λίτρα, ηλεκτρονικό ψεκασμό της Weber-Marelli, intercooler αέρος-αέρος και δύο υδρόψυκτους υπερσυμπιεστές της IHI, μόνο ο πολλαπλασιασμός τον περιγράφει.

Όλα όσα ξέρατε για τις Biturbo τώρα πολλαπλασιάστε τα, γιατί η Shamal δεν είναι ακόμα μια ακόμα Biturbo. Από 3.217 κ.εκατ. με διπλούς εκκεντροφόρους σε κάθε πλευρά του «V» και 36 βαλβίδες αποδίδει τώρα 326 ίππους στις 6.000 σ.α.λ. (Σημειώστε ότι δεν υπήρχε κάποιο σύστημα traction-control, οπότε η διασκέδαση ήταν προεξοφλημένη!) Το κιβώτιο ταχυτήτων τώρα ήταν έξη σχέσεων από την Getrag, σε αντικατάσταση του πενταριού της ZF και η κίνηση μεταδίδεται φυσικά στους πίσω τροχούς μέσα από ένα διαφορικό ελεγχόμενης ολίσθησης.

Και για να έχουμε κάποιο μέτρο σύγκρισης να αναφέρουμε ότι η 911 Turbo των 3,3 λίτρων που είχε παρουσιαστεί την ίδια χρονιά είχε 40 ίππους λιγότερους, μόλις είχε αποκτήσει κιβώτιο πέντε σχέσεων και ο εξοπλισμός της περιελάμβανε… μέχρι και αναπτήρα!

 Να θυμίσουμε τέλος ότι οι αναρτήσεις αποτελούνταν από McPherson εμπρός και πίσω διέθετε υστερούντες βραχίονες πάνω σε ηλεκτρονικά ρυθμιζόμενα αμορτισέρ με ομόκεντρα ελατήρια. Τέλος τα φρένα είναι τέσσερις αεριζόμενοι δίσκοι χωρίς ABS (ακόμα περισσότερη… διασκέδαση) με το βάρος του να φτάνει τα 1.417 κιλά.

Αντίθετα λοιπόν με τις υπόλοιπες V6 Biturbo, τώρα ο οκτακύλινδρος κινητήρας ανέβαζε το αυτοκίνητο σε άλλο επίπεδο.

Ποιο ήταν λοιπόν το πρόβλημα με τη Shamal; Ήταν απίστευτα άσχημη! Πάνω στη καρότσα της Biturbo είχαν προσθέσει φουσκωτά φτερά στις τέσσερις άκρες, μια κεντρική «κορδέλα» στην οροφή και φώτα που προέρχονταν σίγουρα από κάποιο μοντέλο της Fiat. Αλλά πάνω από όλα έδειχνε πρόχειρα… χειροποίητο. Το αποτέλεσμα ήταν ένας αθλητής παραφουσκωμένος με steroids.

Τελικά κατασκευάστηκαν μόλις 369 αυτοκίνητα στα επτά χρόνια που παρέμεινε στη παραγωγή και ήταν το τελευταίο αυτοκίνητο της Maserati πριν την αναλάβει η Fiat και την ξεχάσει για χρόνια.