Τα μπάνια του λαού: Η αστική τάξη πάει παραλία…

Το μπάνιο μπορεί σήμερα να είναι μόδα, όμως πάντα ήταν παιχνίδι για τους μικρούς και ιαματικός εξαγνισμός για τους μεγάλους

  • -
  • -

Δεν πάνε πολλά χρόνια που η «λευκώτης» ήταν της μόδας, όπως άλλωστε και τα παραπανήσια κιλά. Το να ήσουν «κάτασπρος» σήμαινε ότι απλά δεν έβγαζες τα προς το ζην στα χωράφια και δεν σε έκαιγε ο ήλιος. Επίσης για τους ευτραφείς, δια γυμνού οφθαλμού μπορούσες να διαπιστώσεις ότι δεν πεινούσαν!

Τι συνέβη και η μόδα άλλαξε, πως και φτάσαμε στο ανορεξικό νούμερο μηδέν και στο ηλιοκαμένο μπρονζέ; Ο «νέος άνθρωπος» που γεννήθηκε μετά τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο ήταν ένας εξωστρεφής, υλιστής, υπαρξιστής. Η νέα κινητικότητα, που για το πιο μεγάλο μέρος της ευθύνεται το ιδιωτικό αυτοκίνητο, τον έβγαλε από τους τέσσερις τοίχους του διαμερίσματος που έτσι και αλλιώς του έπεφτε στενάχωρο. Τώρα πλέον σαν εργαζόμενος «λευκού κολάρου» ή ακόμα και «μπλε» είχε την πολυτέλεια που ελεύθερου χρόνου. Μια πολυτέλεια που μέχρι τότε περιορίζονταν μόνο στα σαλόνια της υψηλής αριστοκρατίας των γαιοκτημόνων οι οποίοι… βαριόντουσαν σε τοποθεσίες όπως οι Κάνες, η Ίμπιζα και το Μπάντεν -Μπάντεν προσπαθώντας να γεμίσουν τις ώρες τους ανάμεσα στη ρουλέτα και τα χειροφιλήματα.

 

«Νέος άνθρωπος»

Οι εποχές είχαν αλλάξει, η βιομηχανική επανάσταση γέννησε το «νέο άνθρωπο». Τώρα η νέα αστική τάξη είχε και το χρόνο, αλλά και τα χρήματα να… κάψει πάνω στη νέα βιομηχανία που γεννήθηκε, αυτή των «διακοπών». Ακόμη και η λέξη που επινοήθηκε είναι χαρακτηριστική, μάλιστα όχι και πολύ μακριά από το αγγλοσαξονικό «vacation», που ανάλαφρα ερμηνευμένο μας μιλά για κενό χρόνου. Τώρα πλέον ο νέος δυτικός άνθρωπος έπρεπε να επιδείξει ότι είχε αρκετά χρήματα (αλλά και το χρόνο) να κάνει διακοπές. Και φυσικά όταν προέρχεσαι από κάποια χώρα του Βορά όπου ο ήλιος είναι είδος εν ανεπάρκεια, ο καλύτερος τρόπος για να μπεις στο μάτι του γείτονα είναι να έχεις σιγοψηθεί αργά και βασανιστικά στον ήλιο, αλειφόμενος κάθε τόσο με λάδι για να μην… αρπάξεις!

Για να βρούμε πραγματικά το trend του «μπάνιου» θα πρέπει να πάμε στον Γεώργιο Γ’ της Αγγλίας, ο οποίος ήταν και ο πρώτος γαλαζοαίματος με… μαγιό! Βέβαια ούτε λόγος για μικτά λουτρά με το γυναικείο φύλο να φορά σχεδόν ολόσωμα ενδύματα (ακριβώς ίδια με αυτά που φορούν ακόμα και σήμερα στον μουσουλμανικό κόσμο) και να βουτά στο νερό από κάρα που ήταν τοποθετημένα μέσα στο νερό, μακριά βέβαια από τα μάτια των ανδρών!

Πάντως τα «μπάνια» ήταν πάντα στην ημερησία διάταξη, τουλάχιστον στις θερμές περιοχές. Τα παιδάκια πάντα θα πλατσούριζαν και τα κοπάδια χρειάζονταν το θαλασσινό αλάτι. Το νερό πάντα ήταν ένα εξαγνιστικό στοιχείο, άλλωστε σε λαούς σαν τους δικούς μας, όπως και να το κάνουμε η σχέση με νερό από αρχαιοτάτων χρόνων ήταν άλλη. Από τις τοιχογραφίες κοντά στη Wadi Sura της Αιγύπτου, οι οποίες χρονολογούνται από το 10.000 π.Χ. όπου παρουσιάζουν ανθρώπους και ζώα να κολυμπούν, μέχρι τις Βαβυλωνιακές και Ασσυριακές απεικονίσεις και από εκεί στο παλάτι του Mohenjo Daro της Ινδίας, για να φτάσουμε στην Ευρώπη και στους Ετρούσκους στην περιοχή της Tarquinia πριν καταλήξουμε στα μέρη μας και στη Κνωσό. Στην Ηλιάδα, την Οδύσσεια, αλλά και στη Βίβλο υπάρχουν αναφορές για κολύμπι και ο Θουκυδίδης γράφει συχνά για κολυμβητές. Ο Πλάτωνας αναφέρει υποτιμητικά ότι ήταν: «Ένα άτομο που δεν ήξερε να τρέχει και να κολυμπά!», υπονοώντας ότι του έλειπαν βασικά στοιχεία εκπαίδευσης.

 

Τα μπάνια του λαού

Στη χώρα μας όλα αυτά συνέβησαν βασανιστικά αργά, αφού η αστική τάξη άργησε και αυτή και έπρεπε να φτάσουμε στα μέσα της δεκαετίας του 50’ για να αποκτήσει τις συνήθειες των υπολοίπων Ευρωπαίων, παρά τα γεωγραφικά πλεονεκτήματα που πρόσφερε η χώρα. Για νησάκι ούτε λόγος αρχικά, αφού οι συνδέσεις απαιτούσαν χρόνια, όμως η Αττική είχε τις χάρες της και οι λιγοστοί τότε ακόμα κάτοικοι της πρωτεύουσας έλυσαν το πρόβλημα μετακίνησης με οτιδήποτε μεταφορικό μέσο ήταν διαθέσιμο. Τα μπάνια του λαού γεννήθηκαν στη καρότσα ενός φορτηγού!

Ναι, τα πρόλαβα όλα αυτά. Πρώτα από όλα θυμάμαι, αν και αχνά, την πρώτη οικογενειακή απόδραση στη καρότσα φορτηγού, στη μαγευτική Αίγινα. Όλη η γειτονιά φορτώθηκε στη καρότσα, οι μεγαλύτεροι σε καρέκλες ψάθινες, οι νεότεροι όρθιοι. Ούτε λόγος για ασφάλεια. Ήμασταν ευτυχισμένοι που θα ξεφεύγαμε έστω και για λίγο από την σκονισμένη Αθηναϊκή πραγματικότητα. Τα τρόφιμα σε λαδόκολλα, ή σε αλουμινένια κουτιά (μεγάλη πολυτέλεια, αφού το πλαστικό δεν είχε ακόμα εφευρεθεί), με φυσικά homemade κεφτεδάκια, μαζί και ντομάτα ολόκληρη που δάγκωνες και έτρεχαν οι χυμοί της, με τη μάνα να φωνάζει που σκουπιζόσουν με την ανάποδη του χεριού. Αναψυκτικά δεν υπήρχαν, ρετσίνα για τους μεγάλους, νερό και βυσσινάδα για τα παιδιά.

Μετά τα πράγματα βελτιώθηκαν πολύ, αποκτήσαμε Vespa και σαν οικογένεια γνωρίσαμε μια νέα κινητικότητα. Ο πατέρας στο τιμόνι, η μάνα καθισμένη στο πλάι πίσω και το καμάρι (δηλαδή εγώ) όρθιος εμπρός. Ο κύκλος μεγάλωσε, πρώτα το Φράγμα του Μαραθώνα βρέθηκε εντός βεληνεκούς και μετά το Σούνιο (αν και με έξτρα μεταλλικό μπιτόνι που θυμάμαι ότι το έσφιγγα στα πόδια μου, αφού βενζινάδικο δεν υπήρχε) ήταν μια πραγματική αποκάλυψη στα παιδικά μου μάτια. Είχα φτάσει στο τέλος του κόσμου και έβλεπα τον Αιγαία να πέφτει στο κενό όταν αντίκρυσε το μαύρο πανί του Θησέα!