Το παλτό του Μεγαλέξανδρου

  • -
  • -

Όλα τα παιδιά αναζητούν τον ήρωα τους. Κάποιον που να βάλει τα πρότυπα για την υπόλοιπη ζωή τους. Συνήθως για τα αγοράκια αυτός είναι ο πατέρας τους, ή τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι. Όμως στις μέρες μας οι πατεράδες ελάχιστες φορές είναι μεγαλύτεροι από την… πραγματικότητα και ελάχιστες είναι οι φορές που αποτελούν υπόδειγμα μυθικού ήρωα.

Για παράδειγμα ο δικός μου ο πατέρας, σαν όλους τους πρώτους μικροαστούς αυτής της χώρας (ήταν από τους πρώτους εργαζόμενους που πήραν άδεια μετά αποδοχών), δεν θα μπορούσε ποτέ να αποτελέσει κάποιο μυθικό ήρωα, αν και εκπροσώπευε όλες τις αξίες της ανερχόμενης τάξης των μικροαστών, που ήθελε το «κούτελο καθαρό» και να μην «χρωστάμε πουθενά», καταπιεσμένοι από τη μιζέρια του… βερεσέ. Και δύο πραγματάκια ακόμα ήθελε: Πρώτα έπρεπε πάντα τα παπούτσια μας να είναι καθαρά, για να μην φαίνεται ότι ζούσαμε σε γειτονιά με χωματόδρομους και δεύτερο δεν έπρεπε να τρώμε την καρπουζόφλουδα μέχρι τέλους! Γιατί τί θα έλεγε η γειτονιά;

Έτσι ο δικός μου ήρωας ήταν ο παππούς μου, ο Αλέξανδρος, ο δικός μου Μεγαλέξανδρος (*) και όχι χωρίς καλό λόγο, γιατί ήταν από τους τελευταίους πραγματικούς ήρωες αυτής της χώρας! Όχι imitation και δήθεν, αλλά ένας πραγματικός και πάνω από όλα ταπεινός άνθρωπος. Πολύ μεγαλύτερος από την εικόνα του.

Παιδί ακόμα, όταν ζούσε στο Αϊβαλή, τον έδεσαν οι Τούρκοι πίσω από το άλογο και τον τράβαγαν, όταν αυτός αρνήθηκε να… καταταγεί στο Τουρκικό στρατό για να πολεμήσει τους Εγγλέζους στα Δαρδανέλια. Βγήκε ζωντανός από τη πρώτη γραμμή της μάχης για να πέσει στη μεγάλη καταστροφή και από εκεί πρόσφυγας στην Αθήνα. Για να επιζήσει θα καταταγεί στη χωροφυλακή και μετά στην αστυνομία πόλεων για να τον βγάλουν στη σύνταξη ως δημοκρατικό. Εντωμεταξύ θα έχει προλάβει να επιζήσει τρεις ανατινάξεις τρένων και μια σφαίρα στον εμφύλιο, που δεν κατάφερε τελικά να τρυπήσει την αγκράφα της ζώνης του!

Αλλά η πιο τραγική ιστορία της ζωής του σίγουρα ήταν ο τρόπος που παντρεύτηκε τη γιαγιά μου, την οποία γνώριζε σαν παιδάκι στο Αϊβαλή, αλλά ποτέ δεν είχαν καταφέρει να πουν κάτι περισσότερο από ένα «γεια». Η καταστροφή τους χώρισε και η γιαγιά μου έφτασε και αυτή στην Αθήνα με τη μόνη της περιουσία να είναι η ζωή της, για να πιάσει δουλειά σε ένα πιλοποιείο. Ώσπου μια μέρα ο παππούς μου παίρνει ένα σημείωμα που γράφει: «Σε παρακαλώ έλα να με ζητήσεις σε γάμο, θέλουν να με παντρέψουν με κάποιον που δε θέλω. Σε παρακαλώ σώσε με! Μαρία» Ο Αλέξανδρος την άλλη μέρα πρωί-πρωί χτύπησε τη πόρτα και τη ζήτησε σε γάμο. Έζησαν μαζί εβδομήντα χρόνια!

Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν, όταν ήμουν παιδάκι, κάθε Σάββατο με πήγαινε σινεμά, ήταν η δική μας έξοδος. Συνήθως Ελληνικές ταινίες ή επικές όπως ήταν τότε της μόδας, τα καουμπόικα που ήθελα δεν του άρεσαν, γι’ αυτό και τα αποφεύγαμε. Και πάντα στο διάλειμμα κάτι με κέρναγε, συνήθως «κοκ» και πορτοκαλάδα, μια μεγάλη πολυτέλεια κείνες τις ημέρες. Ώσπου μια μέρα η μάνα μου με έπιασε στην άκρη και μου είπε να μην ζητάω τίποτα από τον παππού στο διάλειμμα, γιατί ήθελε να αγοράσει καινούργιο παλτό και δεν του περίσσευαν χρήματα για τέτοιες πολυτέλειες! Φυσικά και συνεχίσαμε να πηγαίνουμε σινεμά, χωρίς όμως κοκ και πορτοκαλάδα, αλλά με καινούργιο παλτό.

Ήμουν πολύ υπερήφανος για το παλτό του Μεγαλέξανδρου!

 

(*) Κάποια  μέρα θα πρέπει να γράψω την ιστορία του ολόκληρη, όπως πραγματικά του αξίζει!