Στη Δημητσάνα με Fiat 500L 1.6 Multijet II 105 PS

Όταν ο προορισμός είναι τόσο όμορφος όσο η Δημητσάνα και το μέσο είναι τόσο προικισμένο όσο το Fiat 500L, όλα γίνονται ακόμα καλύτερα

  • -
  • -

Είχαμε αρκετό καιρό να φύγουμε εκτός Αθηνών οικογενειακώς και αυτή την εκδρομή την προγραμματίζαμε μέρες. Τα πιτσιρίκια είχαν τρελαθεί, το ίδιο όμως και οι μεγάλοι και ας μην το παραδέχονταν. Η «άγια» εκείνη ημέρα έφτασε και όλα πήγαν καλύτερα από απλώς καλά. Το Fiat 500L που χρησιμοποιήσαμε, «κατάπιε» χωρίς πρόβλημα τις αποσκευές των τεσσάρων (τα ταξίδια με παιδιά, αυξάνουν θεαματικά τον όγκο των αποσκευών, ακόμα και όταν φεύγεις για δύο μέρες) στο διαθέσιμο χώρο των 400 λίτρων του που αυξομειώνεται ανάλογα με τη θέση του πίσω καθίμσατος και ήταν ότι έπρεπε για να ταξιδέψουμε άνετα και ιδιαίτερα οικονομικά. Ο diesel κινητήρας με την απόδοση των 105 ίππων και τα 320 Nm που είναι διαθέσιμα από τις 1.750 σ.α.λ., επιτρέπει την κίνηση σε ρυθμούς ταξιδιού χωρίς «ξεζούμισμα» και με ιδιαίτερα περιορισμένο κόστος. Το ηχοσύστημα είναι περίφημο και σε συνδυασμό με την τεράστια γυάλινη οροφή αλλά και τα «τραπεζάκια» στις πλάτες των μπροστά καθισμάτων, το περιβάλλον ήταν ό,τι έπρεπε για να είναι ευχαριστημένοι και ήσυχοι, όσο αυτό είναι δυνατό, οι μικροί επιβάτες- στοιχείο ιδιαίτερα χρήσιμο για τον οδηγό. Η ανάρτηση είναι άνετη και κρατά ξεκούραστους τους επιβάτες, ενώ έχει και αρκετά μεγάλες διαδρομές δίνοντας ένα πιο «ταξιδιάρικο» ύφος στο στήσιμο του αυτοκινήτου.




Ο προορισμός από την Αθήνα είναι κάτι παραπάνω από 200 χιλιόμετρα και η διαδρομή είναι ιδιαίτερα εύκολη και ευχάριστη, με την πάλαι ποτέ Ε.Ο. Κορίνθου- Τριπόλεως και πλέον «Α7» ή «Αυτοκινητόδρομος Μωρέας» να είναι το «κυρίως πιάτο». Μέχρι και τη σήραγγα του Αρτεμισίου, ο δρόμος είναι εύκολος, καλοστρωμένος και με ανοιχτές καμπές που απαλλάσσοντας τον οδηγό από περιττό άγχος ακόμα και όταν οι καιρικές συνθήκες είναι άσχημες. Από εκεί και μετά, η διαδρομή Μαντίνεια, Λεβίδι, Βυτίνα, Δημητσάνα είναι τυπικός επαρχιακός δρόμος με στροφές αλλά με επάρκεια πλάτους. Γενικά η διαδρομή είναι εύκολη ακόμα και για κάποιον που την κάνει πρώτη φορά. Σε όλη τη διαδρομή και με ρυθμό «τουριστικό» η κατανάλωση στο trip computer δεν έλεγε να ξεκολλήσει από τα 5,9 λίτρα για κάθε 100 χιλιόμετρα. Στην επιστροφή που υπήρξαν κάποια στιγμή οι προϋποθέσεις για υψηλότερη ταχύτητα κίνησης, ο μέσος όρος «ανέβηκε» στα 7,8 λίτρα/ 100 χλμ.- που και πάλι όμως, σαν απόλυτο νούμερο είναι μάλλον χαμηλό.

Παρά το γεγονός πως έχεις προετοιμαστεί για την ομορφιά του μέρους, από το Λεβίδι που ξεπροβάλλει μπροστά σου σαν ζωγραφιά, φτάνοντας στη Δημητσάνα πραγματικά σου κόβεται η ανάσα. Μοιάζει σαν σκηνικό από ταινία, το σκαρφαλωμένο στην πλαγιά χωριό, με τα παραδοσιακά πέτρινα σπίτια του, να μοιάζουν λαξευμένα μέσα στο βράχο. Είναι χαρακτηριστικό το ότι στην τελευταία αριστερή της διαδρομής, την πρώτη φορά που αντικρίζεις τη Δημητσάνα, το πόδι φεύγει από το γκάζι ασυναίσθητα, για να κρατήσει λίγο παραπάνω το πέρασμα από το σημείο με την όμορφη θέα. Ο οικισμός βρίσκεται χτισμένος σε υψόμετρο 950 μέτρων – με τα ψηλότερα σημεία του να ξεπερνούν για λίγο το χιλιόμετρο. Με το κατάλυμά μας να βρίσκεται σε ψηλό σημείο, η θέα του οικισμού ήταν εξαιρετική, κάθε ώρα της ημέρας αλλά και της νύχτας.

Οι επισκέψεις στα γύρω χωριά ήταν επιβεβλημένες, με τη Βυτίνα να προβάλλεται ως το πιο δημοφιλές μέρος για επίσκεψη. Από την άλλη μεριά, η Στεμνίτσα ήταν στο ίδιο στυλ με τα πετρόχτιστα σπίτια και την κεντρική πλατεία του χωριού να είναι το επίκεντρο σε ότι έχει να κάνει με την τουριστική κίνηση και όχι μόνο. Το κρυφό χαρτί ήταν η Ζάτουνα, το χωριό που έγινε διάσημο εξ αιτίας της εξορίας του Μίκη Θεοδωράκη εκεί κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Μόλις 4 χιλιόμετρα από τη Δημητσάνα, η Ζάτουνα έχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που κάνουν τα ορεινά χωριά αξιοθαύμαστα. Αξίζει οπωσδήποτε η βόλτα εκεί, όπως και η στάση για καφέ στο καταφύγιο, πριν την είσοδο του οικισμού αλλά και το φαγητό στο «Ου Μπλέξεις» του φιλόξενου και μερακλή Χρόνη Κουγιούφα.

Αξιόλογο είναι και το «Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης» στις εγκαταστάσεις του οποίου μπορεί να δει κανείς το πώς εκμεταλλευόντουσαν στο παρελθόν το τρεχούμενο νερό που καταλήγει στο Λούσιο ποταμό, προκειμένου να παρασκευαστεί μπαρούτι (η περιοχή φημίζεται για τη συγκεκριμένη παραγωγή κατά τη διάρκεια της επανάστασης) ενώ υπάρχει και λειτουργεί νερόμυλος, νεροτριβή, βυρσοδεψείο και αποστακτήριο. Επίσης, αξίζει να επισκεφτεί κανείς την Ιερά Μονή Προδρόμου που είναι χτισμένη- ή καλύτερα, λαξευμένη- στο βράχο, με θέα που κόβει την ανάσα.



Σε όλες αυτές τις ημερήσιες εκδρομές το Fiat 500L μας κρατούσε άνετους και ξεκούραστους, ενώ παρά το ότι δείχνει ογκώδες, είναι πολύ ευέλικτο στους στενούς δρόμους. Τα χιλιόμετρα της εκδρομής στο σύνολό τους, «καλύφθηκαν» από κάτι περισσότερο από μισό ντεπόζιτο. Το 6άρι κιβώτιο φροντίζει να υπάρχει πάντα η κατάλληλη σχέση για κάθε περίσταση, με τις ανηφόρες της περιοχής που είναι έντονες, να μη μπορούν να «βάλουν δύσκολα» στο Ιταλικό μοντέλο, που στις περισσότερες περιπτώσεις κατά τη διάρκεια τα επίσκεψής μας στην Αρκαδία, ήταν φορτωμένο στα όρια του ωφέλιμου. Ο Multijet II είναι ότι ακριβώς χρειάζεται κανείς όταν ενδιαφέρεται για μεγάλες αποστάσεις και ταιριάζει ιδιαίτερα στο ευρύχωρο 500L του οποίου οι μεγάλες γυάλινες επιφάνειες, του δίνουν πόντους ευχαρίστησης στους επιβάτες για όλη τη διάρκεια της παραμονής τους στην καλαίσθητη καμπίνα.

Έχει κάτι από το θρυλικό Τ1 της VW το 500L, σε ότι έχει να κάνει με την τοποθέτησή του και το «παιχνιδιάρικο» ύφος της εμφάνισής του. Κάπως έτσι συμπληρώνεται η εικόνα του «εκδρομικού ύφους» του Fiat 500L που μας έδωσε όλα όσα χρειαζόμασταν για να περάσουμε πολύ καλά, αυτές τις λίγες ημέρες που απομακρυνθήκαμε από τη βάση μας. Κέρδισε τη προτίμησή μας και μην απορήσετε αν δείτε και άλλους προορισμούς με το μεγάλο 500αράκι.

Φωτογραφίες: Κ. Μποϊδάνης, Κ. Μεταξάς

ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΠΕΡΙΜΕΝΕΤΕ. ΦΟΡΤΩΝΟΝΤΑΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ...